ἐξάδελφος

ἐξάδελφος
ἐξάδελφος [pron. full] [ᾰ], , ,
A cousin-german, TAM2.224 ([place name] Sidyma): fem. also

ἐξαδέλφη CIG3891

([place name] Eumenia).
II nephew, LXX To.1.22(25), J.AJ20.10.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξάδελφος — cousin german masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαδέλφοις — ἐξάδελφος cousin german masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαδέλφου — ἐξάδελφος cousin german masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαδέλφους — ἐξάδελφος cousin german masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαδέλφων — ἐξάδελφος cousin german masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαδέλφῳ — ἐξάδελφος cousin german masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάδελφε — ἐξάδελφος cousin german masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάδελφοι — ἐξάδελφος cousin german masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάδελφον — ἐξάδελφος cousin german masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαδελφούλης — και ξαδερφούλης (θηλ. εξαδελφούλα και ξαδερφούλα) [εξάδελφος] μικρός στην ηλικία ή αγαπημένος εξάδελφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”